δαμασκηνιά
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δαμασκηνιά | οι | δαμασκηνιές |
γενική | της | δαμασκηνιάς | των | δαμασκηνιών |
αιτιατική | τη | δαμασκηνιά | τις | δαμασκηνιές |
κλητική | δαμασκηνιά | δαμασκηνιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δαμασκηνιά < δαμάσκην(ο) + -ιά
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ða.ma.sciˈɲa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δα‐μα‐σκη‐νιά
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
δαμασκηνιά θηλυκό
- (δέντρο) φυλλοβόλο δέντρο του γένους Prunus, με οδοντωτά φύλλα, μικρά λευκά άνθη και σκούρους μπλε ή μοβ ωοειδείς καρπούς, τα δαμάσκηνα
Επεξεργασία
- δαμασκηνέα (παρωχημένο, καθαρεύουσα)
- → δείτε τη λέξη Δαμασκός
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
δαμασκηνιά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του δαμασκηνής