plum tree
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
plum tree | plum trees |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασία
plum tree (en)
- (δέντρο) η δαμασκηνιά
ενικός | πληθυντικός |
plum tree | plum trees |
plum tree (en)