Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

plum (en)

  1. που έχει το χρώμα του δαμάσκηνου, δαμασκηνί
  2. τεφαρίκι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
plum plums

plum (en)

  1. (φρούτο) το δαμάσκηνο
  2. (δέντρο) η δαμασκηνιά
     συνώνυμα: plum tree
  3. το δαμασκηνί