Δαμασκός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Δαμασκός | ||
γενική | της | Δαμασκού | ||
αιτιατική | τη | Δαμασκό | ||
κλητική | Δαμασκέ | |||
Κατηγορία όπως «οδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Δαμασκός < αρχαία ελληνική Δαμασκός < βορειοδυτική σημιτική דמשק
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Δαμασκός θηλυκό
- η πρωτεύουσα της Συρίας
Συγγενικά
επεξεργασία- δαμασκέττο, δαμασκέτο
- δαμασκηνάτος
- δαμασκηνέα (καθαρεύουσα)
- δαμασκηνής
- δαμασκηνί
- δαμασκηνιά
- δαμάσκηνο
- δαμασκηνός
- δαμασκηνουργείο
- δαμασκηνουργία
- δαμασκηνουργός
- δαμασκηνώ
- δαμασκήνωμα
- δαμασκήνωση
- δαμασκής
- δαμασκί
- δαμάσκο (ύφασμα)
- δαμασκουργείο
- δαμασκουργώ
- δαμασκοΰφανση
- δαμασκοϋφαντής
- δαμάσκωμα
- δαμάσκωση
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
Δαμασκός στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Δαμασκός
|
Πηγές
επεξεργασία
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Δαμασκός < (άμεσο δάνειο) σημιτικής προέλευσης דמשק (βορειοδυτική σημιτική)
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- Δαμασκός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.