δαμασκηνουργία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δαμασκηνουργία < δαμασκηνουργός + -ία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδαμασκηνουργία θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία δαμασκηνουργία
|
Δείτε επίσης : δαμασκηνουργεία, δαμασκηνουργείο |
δαμασκηνουργία θηλυκό
|