Ετυμολογία

επεξεργασία
οὐζουριάρης < οὐζούρα (< ιταλική usura) + -ιάρης
ή (άμεσο δάνειο) ιταλική usurario ή (άμεσο δάνειο) βενετική usuraro + -ιάρης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

οὐζουριάρης αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία