οὐζουριάρης
Ετυμολογία
επεξεργασία- οὐζουριάρης < οὐζούρα (< ιταλική usura) + -ιάρης
- ή (άμεσο δάνειο) ιταλική usurario ή (άμεσο δάνειο) βενετική usuraro + -ιάρης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοὐζουριάρης αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- οὐζουριάρης - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- σελ.132, Τόμος 14 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.