Ετυμολογία

επεξεργασία

τοκογλύφος < τόκος (μεταφορικά η γέννηση κέρδους από χρήμα) και γλύφω (σμιλεύω, επεξεργάζομαι την πέτρα ή το μάρμαρο), (που καταγράφει τους τόκους του)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τοκογλύφος αρσενικό