Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ουζοπώλης οι ουζοπώλες
      γενική του ουζοπώλη των ουζοπωλών
    αιτιατική τον ουζοπώλη τους ουζοπώλες
     κλητική ουζοπώλη ουζοπώλες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ουζοπώλης < ούζο + -ο- + -πώλης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ουζοπώλης αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία