ουζάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ουζάκι | τα | ουζάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ουζάκι | τα | ουζάκια |
κλητική | ουζάκι | ουζάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ουζάκι < ούζο + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαουζάκι ουδέτερο
- (ποτό) υποκοριστικό του ούζο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ουζάκι
|
Πηγές
επεξεργασία- ούζο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ούζο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)