πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φιλοπότης οι φιλοπότες
      γενική του φιλοπότη των φιλοποτών
    αιτιατική τον φιλοπότη τους φιλοπότες
     κλητική φιλοπότη φιλοπότες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

φιλοπότης αρσενικό (θηλυκό φιλοπότις)

  • αυτός που αγαπάει την κατανάλωση αλκοόλ

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φιλοπότης οἱ φιλοπόται
      γενική τοῦ φιλοπότου τῶν φιλοποτῶν
      δοτική τῷ φιλοπότ τοῖς φιλοπόταις
    αιτιατική τὸν φιλοπότην τοὺς φιλοπότᾱς
     κλητική ! φιλοπότ φιλοπόται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φιλοπότ
γεν-δοτ τοῖν  φιλοπόταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
φιλοπότης < φιλο- + -πότης

Ουσιαστικό

επεξεργασία

φιλοπότης, -ου αρσενικό (θηλυκό φιλοπότις)

Συγγενικά

επεξεργασία