↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀκρατοπότης οἱ ἀκρατοπόται
      γενική τοῦ ἀκρατοπότου τῶν ἀκρατοποτῶν
      δοτική τῷ ἀκρατοπότ τοῖς ἀκρατοπόταις
    αιτιατική τὸν ἀκρατοπότην τοὺς ἀκρατοπότᾱς
     κλητική ! ἀκρατοπότ ἀκρατοπόται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀκρατοπότ
γεν-δοτ τοῖν  ἀκρατοπόταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀκρατοπότης < ἄκρατο(ς) + -πότης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀκρατοπότης, -ου αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία