ἀκρατοπότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἀκρατοπότης | οἱ | ἀκρατοπόται |
γενική | τοῦ | ἀκρατοπότου | τῶν | ἀκρατοποτῶν |
δοτική | τῷ | ἀκρατοπότῃ | τοῖς | ἀκρατοπόταις |
αιτιατική | τὸν | ἀκρατοπότην | τοὺς | ἀκρατοπότᾱς |
κλητική ὦ! | ἀκρατοπότᾰ | ἀκρατοπόται | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀκρατοπότᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀκρατοπόταιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἀκρατοπότης, -ου αρσενικό
- που πίνει άκρατο κρασί δηλ. χωρίς πρόσμειξη νερού
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 10, 48 , 436e-436f, @scaife.perseus, @el.wikisource
- Κλεομένης δὲ ὁ Λακεδαιμόνιος ὅτι καὶ ἀκρατοπότης ἦν προείρηται· ὅτι δὲ διὰ μέθην ἑαυτὸν καὶ μαχαίρᾳ κατέτεμεν ʽ Ἡρόδοτος ἱστόρησε.
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 10, 48 , 436e-436f, @scaife.perseus, @el.wikisource
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ἀκρατοποσία
- ἀκρατοποτέω
- Ἀκρατοπότης
- ἀκρατοπώλης
- → και δείτε τις λέξεις ἄκρατος, ἀκρητοπότης, πίνω και πότης
Πηγές
επεξεργασία- ἀκρατοπότης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀκρατοπότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.