συμπότης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | συμπότης | οι | συμπότες |
γενική | του | συμπότη | των | συμποτών |
αιτιατική | τον | συμπότη | τους | συμπότες |
κλητική | συμπότη | συμπότες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- συμπότης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συμπότης. Μορφολογικά αναλύεται σε συμ- + -πότης
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /simˈbo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐μπό‐της
- παλιότερος συλλαβισμός : συμ‐πό‐της
Ουσιαστικό επεξεργασία
συμπότης αρσενικό
- αυτός που πίνει οινοπνευματώδη ποτά μαζί με έναν άλλον (συμποσιάζεται)
Μεταφράσεις επεξεργασία
συμπότης
|
Πηγές επεξεργασία
- συμπότης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | συμπότης | οἱ | συμπόται |
γενική | τοῦ | συμπότου | τῶν | συμποτῶν |
δοτική | τῷ | συμπότῃ | τοῖς | συμπόταις |
αιτιατική | τὸν | συμπότην | τοὺς | συμπότᾱς |
κλητική ὦ! | συμπότᾰ | συμπόται | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συμπότᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | συμπόταιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
συμπότης αρσενικό
- αυτός που πίνει οινοπνευματώδη ποτά (που συμποσιάζεται) μαζί με έναν άλλον, σύντροφος στο ποτό
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις συμπόσιον, σύν, πότης και πίνω
Πηγές επεξεργασία
- συμπότης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συμπότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.