συμπόσιον
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | συμπόσιον | τὰ | συμπόσιᾰ |
γενική | τοῦ | συμποσίου | τῶν | συμποσίων |
δοτική | τῷ | συμποσίῳ | τοῖς | συμποσίοις |
αιτιατική | τὸ | συμπόσιον | τὰ | συμπόσιᾰ |
κλητική ὦ! | συμπόσιον | συμπόσιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συμποσίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | συμποσίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
συμπόσιον ουδέτερο