drinker
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
drinker | drinkers |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
drinker (en)
- ο πότης, αυτός που πίνει συχνά ή μεγάλες ποσότητες οινοπνευματώδη ποτά
- ↪ He’s a big/heavy drinker.
- Είναι μεγάλος πότης.
- ↪ He’s a big/heavy drinker.
- (μετά από το ουσιαστικό) -πότης, ένα άτομο που πίνει τακτικά το συγκεκριμένο ποτό που αναφέρεται
- ↪ a coffee drinker - καφεπότης