ενικός         πληθυντικός  
drinker drinkers

  Ετυμολογία

επεξεργασία
drinker < drink + -er

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

drinker (en)

  1. ο πότης, αυτός που πίνει συχνά ή μεγάλες ποσότητες οινοπνευματώδη ποτά
    ⮡  He’s a big/heavy drinker.
    Είναι μεγάλος πότης.
  2. (μετά από το ουσιαστικό) -πότης, ένα άτομο που πίνει τακτικά το συγκεκριμένο ποτό που αναφέρεται
    ⮡  a coffee drinker - καφεπότης