Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
drink drinks

drink (en)

ενεστώτας drink
γ΄ ενικό ενεστώτα drinks
αόριστος drank, drunk
παθητική μετοχή drunk, drunken
ενεργητική μετοχή drinking

drink (en)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
drink drinks

drink (fr) αρσενικό