drink
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | drink |
γ΄ ενικό ενεστώτα | drinks |
αόριστος | drank, drunk |
παθητική μετοχή | drunk, drunken |
ενεργητική μετοχή | drinking |
drink (en)