drunk
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | drunk |
συγκριτικός | drunker |
υπερθετικός | drunkest |
drunk (en)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
drunk | drunks |
drunk (en)
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαdrunk (en)