inebriate
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
inebriate | inebriates |
inebriate (en)
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | inebriate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | inebriates |
αόριστος | inebriated |
παθητική μετοχή | inebriated |
ενεργητική μετοχή | inebriating |
inebriate (en)