πιωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πιωμένος | η | πιωμένη | το | πιωμένο |
γενική | του | πιωμένου | της | πιωμένης | του | πιωμένου |
αιτιατική | τον | πιωμένο | την | πιωμένη | το | πιωμένο |
κλητική | πιωμένε | πιωμένη | πιωμένο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πιωμένοι | οι | πιωμένες | τα | πιωμένα |
γενική | των | πιωμένων | των | πιωμένων | των | πιωμένων |
αιτιατική | τους | πιωμένους | τις | πιωμένες | τα | πιωμένα |
κλητική | πιωμένοι | πιωμένες | πιωμένα | |||
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πιωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος πίνω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pçoˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πιω‐μέ‐νος
Μετοχή
επεξεργασίαπιωμένος, -η, -ο
- που έχει ληφθεί ή καταναλωθεί με πόση
- μεθυσμένος
- ※ Το καταλαβαίνουμε όταν είναι πιωμένος γιατί γίνεται κακός και καβγαδίζει με όλους. (⌘ Στρατής Τσίρκας, Ακυβέρνητες πολιτείες - Αριάγνη, 1962 [μυθιστόρημα])
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πιωμένος
→ δείτε τη λέξη μεθυσμένος |