Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άπιωτος η άπιωτη το άπιωτο
      γενική του άπιωτου της άπιωτης του άπιωτου
    αιτιατική τον άπιωτο την άπιωτη το άπιωτο
     κλητική άπιωτε άπιωτη άπιωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άπιωτοι οι άπιωτες τα άπιωτα
      γενική των άπιωτων των άπιωτων των άπιωτων
    αιτιατική τους άπιωτους τις άπιωτες τα άπιωτα
     κλητική άπιωτοι άπιωτες άπιωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

άπιωτος < α- (στερητικό) + πιωμένος + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

άπιωτος, -η, -ο

  1. που δεν έχει πιει
  2. αυτός που δεν καταναλώθηκε με πόση

  Μεταφράσεις επεξεργασία