drinking
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασία- η πόση, το πιόσιμο, το πιοτό
- ⮡ It isn’t suitable for drinking.
- Δεν είναι κατάλληλο για πιόσιμο.
- ⮡ Drinking contributed to his ruin.
- Το πιοτό συνέβαλε στην καταστροφή του.
- ⮡ It isn’t suitable for drinking.
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαdrinking (en)