πιοτό
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πιοτό | τα | πιοτά |
γενική | του | πιοτού | των | πιοτών |
αιτιατική | το | πιοτό | τα | πιοτά |
κλητική | πιοτό | πιοτά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πιοτό < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πιοτό(ν) < ποτόν με επίδραση του συνοπτικού θέματος πι- του πίνω} < αρχαία ελληνική ποτόν,[1] ουδέτερο του ποτός
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πιοτό ουδέτερο
- (οικείο) άλλη μορφή του ποτό
- το να πίνει κάποιος οινοπνευματώδη ποτά
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
→ δείτε τις λέξεις πίνω και ποτό
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ πιοτό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πιοτό ουδέτερο
- άλλη μορφή του ποτόν
- άλλες μορφές: πιοτόν
ΠηγέςΕπεξεργασία
- σελ.298 Τόμος 16 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης). Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.