ζωροπότης
![]() |
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ζωροπότης | οἱ | ζωροπόται | ||||
γενική | τοῦ | ζωροπότου | τῶν | ζωροποτῶν | ||||
δοτική | τῷ | ζωροπότῃ | τοῖς | ζωροπόταις | ||||
αιτιατική | τὸν | ζωροπότην | τοὺς | ζωροπότᾱς | ||||
κλητική ὦ! | ζωροπότᾰ | ζωροπόται | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ζωροπότᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ζωροπόταιν | ||||||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ζωροπότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ζωρό(ς) (αμιγής) + -πότης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ζωροπότης αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) που πίνει καθαρό, ανέρωτο κρασί, το γερό ποτήρι, ίσως ο μέθυσος
Δείτε επίσης
επεξεργασία- ζαρπότης στη μεσαιωνική ελληνική ίσως και μετεγενέστερη ελληνική (μπεκρής, ληστής, ρεμάλι)
Πηγές
επεξεργασία
- ζωροπότης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ζωροπότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.