Πότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Πότης | οι | Πότηδες |
γενική | του | Πότη | των | Πότηδων |
αιτιατική | τον | Πότη | τους | Πότηδες |
κλητική | Πότη | Πότηδες | ||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Πότης < περικοπή του Παναγιώτης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πό‐της
- ομόηχο: πότης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠότης αρσενικό (θηλυκό Πότα)
Μεταγραφές
επεξεργασία- λατινικοί χαρακτήρες: Potis