Πότα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Πότα | οι | Πότες |
γενική | της | Πότας | — | |
αιτιατική | την | Πότα | τις | Πότες |
κλητική | Πότα | Πότες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Πότα < Παναγιώτα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠότα θηλυκό (αρσενικό Πότης)
Μεταφράσεις
επεξεργασία Πότα
|