ποτίστρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ποτίστρα < ελληνιστική κοινή ποτίστρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ποτίστρα θηλυκό
- ειδική κατασκευή, εγκατάσταση ή μέρος όπου ποτίζονται (πίνουν νερό) τα ζώα
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ποτίζω