Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ποτίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος ποτίζω

  Ρήμα επεξεργασία

ποτίζομαι

→ δείτε τη λέξη ποτίζω