ποτιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /po.ti.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐τι‐στι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαποτιστικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται στο πότισμα
- που αρδεύεται
- ⮡ αυτά τα χωράφια είναι ποτιστικά
- που χρησιμοποιείται στο πότισμα
- ⮡ ποτιστικά αυλάκια με νερό
- (για λαχανικά ή οπωροφόρα δέντρα) που χρειάζεται πότισμα
- και ουσιαστικοποιημένο στον πληθυντικό → δείτε τη λέξη ποτιστικά
- ≠ αντώνυμα: ξερικός
- που αρδεύεται
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη ποτίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ποτιστικός
|
Πηγές
επεξεργασία- ποτιστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας