↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξερικός η ξερική το ξερικό
      γενική του ξερικού της ξερικής του ξερικού
    αιτιατική τον ξερικό την ξερική το ξερικό
     κλητική ξερικέ ξερική ξερικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξερικοί οι ξερικές τα ξερικά
      γενική των ξερικών των ξερικών των ξερικών
    αιτιατική τους ξερικούς τις ξερικές τα ξερικά
     κλητική ξερικοί ξερικές ξερικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξερικός < ξερός + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

ξερικός, -ή, -ό

  1. που δεν ποτίζεται, που δεν αρδεύεται
    ξερικά χωράφια
  2. που αναπτύσσεται χωρίς νερό
    ξερικές καλλιέργειες

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία