αρδευτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρδευτικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίααρδευτικός
- ο κατάλληλος για άρδευση
- αυτός που χρησιμοποιείται για άρδευση
- ※ Μπροστά από το σπίτι που στεγαστήκαμε περνάει πέρναγε ένα μεγάλο αρδευτικό αυλάκι. (Θανάσης Βαλτινός, Ανάπλους, 2012 [μυθιστόρημα])
Μεταφράσεις
επεξεργασία αρδευτικός
|