Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρδευτικός η αρδευτική το αρδευτικό
      γενική του αρδευτικού της αρδευτικής του αρδευτικού
    αιτιατική τον αρδευτικό την αρδευτική το αρδευτικό
     κλητική αρδευτικέ αρδευτική αρδευτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρδευτικοί οι αρδευτικές τα αρδευτικά
      γενική των αρδευτικών των αρδευτικών των αρδευτικών
    αιτιατική τους αρδευτικούς τις αρδευτικές τα αρδευτικά
     κλητική αρδευτικοί αρδευτικές αρδευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρδευτικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

αρδευτικός

  1. ο κατάλληλος για άρδευση
  2. αυτός που χρησιμοποιείται για άρδευση
    ※  Μπροστά από το σπίτι που στεγαστήκαμε περνάει πέρναγε ένα μεγάλο αρδευτικό αυλάκι. (Θανάσης Βαλτινός, Ανάπλους, 2012 [μυθιστόρημα])

  Μεταφράσεις επεξεργασία