άρδευση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | άρδευση | οι | αρδεύσεις |
γενική | της | άρδευσης* | των | αρδεύσεων |
αιτιατική | την | άρδευση | τις | αρδεύσεις |
κλητική | άρδευση | αρδεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αρδεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άρδευση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄρδευ(σις) + -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαάρδευση θηλυκό
- σύστημα ποτίσματος αγρών
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία άρδευση