άρδευση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | άρδευση | οι | αρδεύσεις |
γενική | της | άρδευσης* | των | αρδεύσεων |
αιτιατική | την | άρδευση | τις | αρδεύσεις |
κλητική | άρδευση | αρδεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αρδεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- άρδευση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄρδευ(σις) + -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασία
άρδευση θηλυκό
- σύστημα ποτίσματος αγρών
- ※ Με την επέκταση των βελτιωμένων μεθόδων άρδευσης, η υδρολίπανση (συνδυασμένη άρδευση/λίπανση) έχει βρει μεγάλη εφαρμογή στην Κύπρο σε επίπεδο γεωργού. Με αυτή τη μέθοδο, η παροχή λιπασμάτων στα φυτά γίνεται με το νερό άρδευσης, είτε περιοδικά είτε με κάθε άρδευση. (Συνδυασμένη άρδευση και λίπανση, Συνταγές Υδρολίπανσης - Ανάγκες σε Νερό και Υπολογισμός Λιπασμάτων για Διάφορες Καλλιέργειες στην Κύπρο, Iνστιτούτο Γεωργικών Ερευνών - Κλάδος Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, moa.gov.cy, 2025 )
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
άρδευση