↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ποτισμένος η ποτισμένη το ποτισμένο
      γενική του ποτισμένου της ποτισμένης του ποτισμένου
    αιτιατική τον ποτισμένο την ποτισμένη το ποτισμένο
     κλητική ποτισμένε ποτισμένη ποτισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ποτισμένοι οι ποτισμένες τα ποτισμένα
      γενική των ποτισμένων των ποτισμένων των ποτισμένων
    αιτιατική τους ποτισμένους τις ποτισμένες τα ποτισμένα
     κλητική ποτισμένοι ποτισμένες ποτισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ποτισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ποτίζω

ποτισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία