Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ποτισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ποτισμέν
ος
η
ποτισμέν
η
το
ποτισμέν
ο
γενική
του
ποτισμέν
ου
της
ποτισμέν
ης
του
ποτισμέν
ου
αιτιατική
τον
ποτισμέν
ο
την
ποτισμέν
η
το
ποτισμέν
ο
κλητική
ποτισμέν
ε
ποτισμέν
η
ποτισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ποτισμέν
οι
οι
ποτισμέν
ες
τα
ποτισμέν
α
γενική
των
ποτισμέν
ων
των
ποτισμέν
ων
των
ποτισμέν
ων
αιτιατική
τους
ποτισμέν
ους
τις
ποτισμέν
ες
τα
ποτισμέν
α
κλητική
ποτισμέν
οι
ποτισμέν
ες
ποτισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ποτισμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ποτίζω
Μετοχή
επεξεργασία
ποτισμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
ποτίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ποτισμένος