Ετυμολογία

επεξεργασία
ποτιστική βροχή < → δείτε τις λέξεις ποτιστικός και βροχή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ποτιστική βροχή θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. «ποτιστικός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)