διαποτίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαποτίζω < μεσαιωνική ελληνική διαποτίζω < δια- + ποτίζω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική imbiber)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði̯a.poˈti.zo/ & /ðʝa.poˈti.zo/
Ρήμα
επεξεργασίαδιαποτίζω (παθητική φωνή: διαποτίζομαι)
- (για υγρά) μουσκεύω τα εσώτερα στρώματα ενός υλικού ή αντικειμένου, το διαπερνώ
- (μεταφορικά) επηρεάζω ουσιαστικά και έντονα
Συγγενικά
επεξεργασία- αδιαπότιστος
- διαπότιση
- διαποτισμένος
- → δείτε τις λέξεις διά, ποτίζω και πίνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαποτίζω | διαπότιζα | θα διαποτίζω | να διαποτίζω | διαποτίζοντας | |
β' ενικ. | διαποτίζεις | διαπότιζες | θα διαποτίζεις | να διαποτίζεις | διαπότιζε | |
γ' ενικ. | διαποτίζει | διαπότιζε | θα διαποτίζει | να διαποτίζει | ||
α' πληθ. | διαποτίζουμε | διαποτίζαμε | θα διαποτίζουμε | να διαποτίζουμε | ||
β' πληθ. | διαποτίζετε | διαποτίζατε | θα διαποτίζετε | να διαποτίζετε | διαποτίζετε | |
γ' πληθ. | διαποτίζουν(ε) | διαπότιζαν διαποτίζαν(ε) |
θα διαποτίζουν(ε) | να διαποτίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διαπότισα | θα διαποτίσω | να διαποτίσω | διαποτίσει | ||
β' ενικ. | διαπότισες | θα διαποτίσεις | να διαποτίσεις | διαπότισε | ||
γ' ενικ. | διαπότισε | θα διαποτίσει | να διαποτίσει | |||
α' πληθ. | διαποτίσαμε | θα διαποτίσουμε | να διαποτίσουμε | |||
β' πληθ. | διαποτίσατε | θα διαποτίσετε | να διαποτίσετε | διαποτίστε | ||
γ' πληθ. | διαπότισαν διαποτίσαν(ε) |
θα διαποτίσουν(ε) | να διαποτίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διαποτίσει | είχα διαποτίσει | θα έχω διαποτίσει | να έχω διαποτίσει | ||
β' ενικ. | έχεις διαποτίσει | είχες διαποτίσει | θα έχεις διαποτίσει | να έχεις διαποτίσει | ||
γ' ενικ. | έχει διαποτίσει | είχε διαποτίσει | θα έχει διαποτίσει | να έχει διαποτίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διαποτίσει | είχαμε διαποτίσει | θα έχουμε διαποτίσει | να έχουμε διαποτίσει | ||
β' πληθ. | έχετε διαποτίσει | είχατε διαποτίσει | θα έχετε διαποτίσει | να έχετε διαποτίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διαποτίσει | είχαν διαποτίσει | θα έχουν διαποτίσει | να έχουν διαποτίσει |
|