Δείτε επίσης: εμποτίζω

Ετυμολογία

επεξεργασία

διαποτίζω (παθητική φωνή: διαποτίζομαι)

  1. (για υγρά) μουσκεύω τα εσώτερα στρώματα ενός υλικού ή αντικειμένου, το διαπερνώ
     συνώνυμα: διαβρέχω
  2. (μεταφορικά) επηρεάζω ουσιαστικά και έντονα

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία