Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διαποτισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
διαποτισμέν
ος
η
διαποτισμέν
η
το
διαποτισμέν
ο
γενική
του
διαποτισμέν
ου
της
διαποτισμέν
ης
του
διαποτισμέν
ου
αιτιατική
τον
διαποτισμέν
ο
τη
διαποτισμέν
η
το
διαποτισμέν
ο
κλητική
διαποτισμέν
ε
διαποτισμέν
η
διαποτισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
διαποτισμέν
οι
οι
διαποτισμέν
ες
τα
διαποτισμέν
α
γενική
των
διαποτισμέν
ων
των
διαποτισμέν
ων
των
διαποτισμέν
ων
αιτιατική
τους
διαποτισμέν
ους
τις
διαποτισμέν
ες
τα
διαποτισμέν
α
κλητική
διαποτισμέν
οι
διαποτισμέν
ες
διαποτισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
διαποτισμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
διαποτίζω
Μετοχή
επεξεργασία
διαποτισμένος, -η, -ο
που έχει
διαποτιστεί
Αντώνυμα
επεξεργασία
αδιαπότιστος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διαποτισμένος
αγγλικά
:
imbued
(en)
γαλλικά
:
imbibé
(fr)