αδιαπότιστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ði̯aˈpo.ti.stos/ & /a.ðʝaˈpo.ti.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δι‐α‐πό‐τι‐στος
Επίθετο επεξεργασία
αδιαπότιστος, -η, -ο
- που δεν έχει διαποτιστεί
αδιαπότιστος, -η, -ο