Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδιαπότιστος η αδιαπότιστη το αδιαπότιστο
      γενική του αδιαπότιστου της αδιαπότιστης του αδιαπότιστου
    αιτιατική τον αδιαπότιστο την αδιαπότιστη το αδιαπότιστο
     κλητική αδιαπότιστε αδιαπότιστη αδιαπότιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδιαπότιστοι οι αδιαπότιστες τα αδιαπότιστα
      γενική των αδιαπότιστων των αδιαπότιστων των αδιαπότιστων
    αιτιατική τους αδιαπότιστους τις αδιαπότιστες τα αδιαπότιστα
     κλητική αδιαπότιστοι αδιαπότιστες αδιαπότιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδιαπότιστος < α- στερητικό + (διαποτίζω) διαποτισ- + -τος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ði̯aˈpo.ti.stos/ & /a.ðʝaˈpo.ti.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐δι‐α‐πό‐τι‐στος

  Επίθετο επεξεργασία

αδιαπότιστος, -η, -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία