Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διάβροχος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
διάβροχ
ος
η
διάβροχ
η
το
διάβροχ
ο
γενική
του
διάβροχ
ου
της
διάβροχ
ης
του
διάβροχ
ου
αιτιατική
τον
διάβροχ
ο
τη
διάβροχ
η
το
διάβροχ
ο
κλητική
διάβροχ
ε
διάβροχ
η
διάβροχ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
διάβροχ
οι
οι
διάβροχ
ες
τα
διάβροχ
α
γενική
των
διάβροχ
ων
των
διάβροχ
ων
των
διάβροχ
ων
αιτιατική
τους
διάβροχ
ους
τις
διάβροχ
ες
τα
διάβροχ
α
κλητική
διάβροχ
οι
διάβροχ
ες
διάβροχ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
διάβροχος
<
αρχαία ελληνική
διάβροχος
<
διαβρέχω
Επίθετο
επεξεργασία
διάβροχος
(
λόγιο
) που έχει
βραχεί
Συνώνυμα
επεξεργασία
βρεγμένος
μουσκεμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διάβροχος