διαπότιση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διαπότιση | οι | διαποτίσεις |
γενική | της | διαπότισης* | των | διαποτίσεων |
αιτιατική | τη | διαπότιση | τις | διαποτίσεις |
κλητική | διαπότιση | διαποτίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαποτίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαπότιση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διαποτίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαπότιση
|