ivrogne
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
ivrogne | ivrognes |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαivrogne (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο μεθύστακας, ο μέθυσος, ο μπεκρής, η μπεκρού, η μπέκρω
ενικός | πληθυντικός |
ivrogne | ivrognes |
ivrogne (fr) αρσενικό ή θηλυκό