μπεκρού
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /beˈkɾu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπε‐κρού
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπεκρού θηλυκό
Σύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μπεκρής