↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπεκρού οι μπεκρούδες
      γενική της μπεκρούς των μπεκρούδων
    αιτιατική την μπεκρού τις μπεκρούδες
     κλητική μπεκρού μπεκρούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μπεκρού < μπεκρ(ής) + κατάληξη θηλυκού -ού

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /beˈkɾu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπε‐κρού

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπεκρού θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μπεκρής