↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παλιομπεκρού οι παλιομπεκρούδες
      γενική της παλιομπεκρούς των παλιομπεκρούδων
    αιτιατική την παλιομπεκρού τις παλιομπεκρούδες
     κλητική παλιομπεκρού παλιομπεκρούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παλιομπεκρού < παλιομπεκρ(ής) + κατάληξη θηλυκού -ού. Μορφολογικά αναλύεται σε παλιο- + μπεκρού.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pa.ʎo.beˈkɾu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐λιο‐μπε‐κρού

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παλιομπεκρού θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε παλιομπεκρής