↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λεβέντικος η λεβέντικη το λεβέντικο
      γενική του λεβέντικου της λεβέντικης του λεβέντικου
    αιτιατική τον λεβέντικο τη λεβέντικη το λεβέντικο
     κλητική λεβέντικε λεβέντικη λεβέντικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λεβέντικοι οι λεβέντικες τα λεβέντικα
      γενική των λεβέντικων των λεβέντικων των λεβέντικων
    αιτιατική τους λεβέντικους τις λεβέντικες τα λεβέντικα
     κλητική λεβέντικοι λεβέντικες λεβέντικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λεβέντικος < λεβέντης

  Επίθετο

επεξεργασία

λεβέντικος

  • που χαρακτηρίζει το λεβέντη, που δείχνει λεβεντιά
    ※  Βέβαια, και στη μάχη κι εδώ ο θάνατος είναι λεβέντικος σαν πεθαίνεις για το δικό σου ιδανικό. (Τάκης Αδάμος Ο όρκος του Μακρή [διήγημα])

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία