λεβέντικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λεβέντικος < λεβέντης
Επίθετο επεξεργασία
λεβέντικος
- που χαρακτηρίζει το λεβέντη, που δείχνει λεβεντιά
- ※ Βέβαια, και στη μάχη κι εδώ ο θάνατος είναι λεβέντικος σαν πεθαίνεις για το δικό σου ιδανικό. (Τάκης Αδάμος Ο όρκος του Μακρή [διήγημα])
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
λεβέντικος
|