αφεντικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αφεντικό | τα | αφεντικά |
γενική | του | αφεντικού | των | αφεντικών |
αιτιατική | το | αφεντικό | τα | αφεντικά |
κλητική | αφεντικό | αφεντικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αφεντικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αφεντικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίααφεντικό ουδέτερο
- το άτομο που βρίσκεται στην ανώτατη ιεραρχία στο χώρο της εργασίας, που λαμβάνει μόνο του τις αποφάσεις, που ελέγχει και διοικεί μια επιχείρηση
Συνώνυμα
επεξεργασία- ρουμάνος (αργκό)