αφεντιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αφεντιά | οι | αφεντιές |
γενική | της | αφεντιάς | των | αφεντιών |
αιτιατική | την | αφεντιά | τις | αφεντιές |
κλητική | αφεντιά | αφεντιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αφεντιά < μεσαιωνική ελληνική αφεντιά < (ελληνιστική κοινή) αὐθεντία
Ουσιαστικό
επεξεργασίααφεντιά θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία αφεντιά
|