Δείτε επίσης: αυθεντία

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αὐθεντία < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή αὐθεντία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

αὐθεντία θηλυκό

Άλλες μορφέςΕπεξεργασία

ΕκφράσειςΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  ΠηγέςΕπεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική αὐθεντί αἱ αὐθεντίαι
      γενική τῆς αὐθεντίᾱς τῶν αὐθεντιῶν
      δοτική τῇ αὐθεντί ταῖς αὐθεντίαις
    αιτιατική τὴν αὐθεντίᾱν τὰς αὐθεντίᾱς
     κλητική ! αὐθεντί αὐθεντίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  αὐθεντί
γεν-δοτ τοῖν  αὐθεντίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αὐθεντία (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική αὐθέντ(ης) + -ία [1]

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

αὐθεντία θηλυκό

Άλλες γραφέςΕπεξεργασία

  • και με κατάληξη -εία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  ΠηγέςΕπεξεργασία

  1. «αυθέντης» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.