ενικός         πληθυντικός  
propriétaire propriétaires

Ουσιαστικό

επεξεργασία

propriétaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. o ιδιοκτήτης
  2. o σπιτονοικοκύρης, o νοικοκύρης

Συγγενικά

επεξεργασία