καραβοκύρισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καραβοκύρισσα < καραβοκύρης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαραβοκύρισσα θηλυκό
- (επάγγελμα) → δείτε τη λέξη καραβοκύρης
Μεταφράσεις
επεξεργασία καραβοκύρισσα
|
καραβοκύρισσα θηλυκό
|