πλοίαρχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | πλοίαρχος | οι | πλοίαρχοι |
γενική | του/της του |
πλοιάρχου πλοίαρχου |
των | πλοιάρχων |
αιτιατική | τον/την | πλοίαρχο | τους/τις | πλοιάρχους |
κλητική | πλοίαρχε | πλοίαρχοι | ||
Ο δεύτερος τύπος της γενικής, μόνο για το αρσενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «μέτοχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpli.ar.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλοί‐αρ‐χος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλοίαρχος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) ο κυβερνήτης ενός πλοίου, ο καπετάνιος
- (στρατιωτικός βαθμός) ανώτερος αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού ή του Λιμενικού Σώματος με βαθμό ανώτερο του αντιπλοιάρχου και κατώτερο του αρχιπλοιάρχου
- o ανώτατος αξιωματικός του Εμπορικού Ναυτικού
Συγγενικά
επεξεργασία- ανθυποπλοίαρχος
- αντιπλοίαρχος
- αρχιπλοίαρχος
- εμποροπλοίαρχος
- πλοιαρχία
- πλοιαρχώ
- υποπλοίαρχος
- → δείτε τις λέξεις πλοίο και άρχω
Δείτε επίσης
επεξεργασία- πλοιοκτήτης
- συνταγματάρχης (στρατός ξηράς)
- σμήναρχος (αεροπορία)