↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η εμποροπλοίαρχος οι εμποροπλοίαρχοι
      γενική του/της
του
εμποροπλοιάρχου
εμποροπλοίαρχου
των εμποροπλοιάρχων
    αιτιατική τον/την εμποροπλοίαρχο τους/τις
τους
εμποροπλοιάρχους
εμποροπλοίαρχους
     κλητική εμποροπλοίαρχε εμποροπλοίαρχοι
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό.
Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εμποροπλοίαρχος < εμπορο- + πλοίαρχος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εμποροπλοίαρχος αρσενικό ή θηλυκό

  1. (ναυτικός όρος) πλοίαρχος του εμπορικού ναυτικού
  2. (παρωχημένο) (ναυτικός όρος) ιδιοκτήτης πλοιάριου και συγχρόνως καπετάνιος του, που εμπορεύεται

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία