ship
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
ship | ships |
ship (en)
- (μέσο μεταφορών, ναυτικός όρος) το πλοίο
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | ship |
γ΄ ενικό ενεστώτα | ships |
αόριστος | shipped |
παθητική μετοχή | shipped |
ενεργητική μετοχή | shipping |
ship (en)
- (μεταβατικό) αποστέλλω, μεταφέρω κάτι με πλοίο
- ⮡ All the cars were shipped to America by boat.
- Όλα τα αυτοκίνητα μεταφέρθηκαν στην Αμερική με πλοία.
- ⮡ All the cars were shipped to America by boat.
- (μεταβατικό) αποστέλλω, μεταφέρω κάτι με κάποια μέσα μεταφοράς
- ⮡ I am shipping the goods to my friend.
- Αποστέλλω εμπορεύματα στον φίλο μου.
- ⮡ I am shipping the goods to my friend.
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 546. ISBN 9780194325684., λήμμα: μεταφέρω