Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
ship ships

ship (en)

ενεστώτας ship
γ΄ ενικό ενεστώτα ships
αόριστος shipped
παθητική μετοχή shipped
ενεργητική μετοχή shipping

ship (en)

  1. (μεταβατικό) αποστέλλω, μεταφέρω κάτι με πλοίο
    ⮡  All the cars were shipped to America by boat.
    Όλα τα αυτοκίνητα μεταφέρθηκαν στην Αμερική με πλοία.
  2. (μεταβατικό) αποστέλλω, μεταφέρω κάτι με κάποια μέσα μεταφοράς
    ⮡  I am shipping the goods to my friend.
    Αποστέλλω εμπορεύματα στον φίλο μου.

Παράγωγα

επεξεργασία
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 546. ISBN 9780194325684. , λήμμα: μεταφέρω