airship
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
airship | airships |
airship (en)
Δείτε επίσης επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | airship |
γ΄ ενικό ενεστώτα | airships |
αόριστος | airshipped |
παθητική μετοχή | airshipped |
ενεργητική μετοχή | airshipping |
airship (en)
- (αεροπορικός όρος) μεταφέρω κάτι αεροπορικώς