airship
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
airship | airships |
airship (en)
- (μέσο μεταφορών, αεροπορικός όρος) το αερόπλοιο
The airship sailed gently over the city.
- Το αερόπλοιο γλιστρούσε απαλά πάνω από την πόλη.
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | airship |
γ΄ ενικό ενεστώτα | airships |
αόριστος | airshipped |
παθητική μετοχή | airshipped |
ενεργητική μετοχή | airshipping |
airship (en)
- (αεροπορικός όρος) μεταφέρω κάτι αεροπορικώς