Ετυμολογία

επεξεργασία
airship < air + ship (μαρτυρείται από το 1826)[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
airship airships

airship (en)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

zeppelin, blimp

ενεστώτας airship
γ΄ ενικό ενεστώτα airships
αόριστος airshipped
παθητική μετοχή airshipped
ενεργητική μετοχή airshipping

airship (en)

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. airship, στο λεξικό Merriam-Webster